ρύστης

ρύστης
ό, ΜΑ, και θηλ. τ. ρῡστις Μ
σωτήρας, λυτρωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ-σ- τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύ-σ-ιος, ῥυ-σ-τήρ) + κατάλ. -της (πρβλ. δό-της, θύ-της)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥύστης — saviour masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύστην — ῥύστης saviour masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύστου — ῥύστης saviour masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύστῃ — ῥύστης saviour masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύστα — ῥύστᾱ , ῥύστης saviour masc nom/voc/acc dual ῥύστης saviour masc voc sg ῥύστᾱ , ῥύστης saviour masc gen sg (doric aeolic) ῥύστης saviour masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμορύστης — κοσμορύστης, ὁ (Μ) ο λυτρωτής τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ῥύστης «σωτήρας»] …   Dictionary of Greek

  • ρυστικός — ή, όν, Α [ῥύστης] αυτός που διασώζει, που λυτρώνει, προστατευτικός …   Dictionary of Greek

  • ρύστις — ύστιδος, ἡ, Μ βλ. ῥύστης …   Dictionary of Greek

  • ՓՐԿԻՉ — (կչի, չաւ.) NBH 2 0964 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c, 13c ա. գ. σωτήρ servator, salvator σωτήριον salutare ῤύστης liberator λυτρωτής redemptor. որ եւ ՅԻՍՈՒՍ. ըստ եբր. էաշուս, էչա, մոշեա. Այն՝ որ փրկէ. ապրեցուցիչ. կեցուցիչ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”